- μεταλλοειδικός
- η , ό[ν] металлоидный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταλλοειδικός — ή, ό [μεταλλοειδής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μεταλλοειδή … Dictionary of Greek